- σκαφοειδοῦς
- σκαφοειδήςlike a bowlmasc/fem/neut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πηχεοκαρπικός — ή, ό, Ν φρ. «πηχεοκαρπική άρθρωση» ανατ. η κερκιδοκαρπική άρθρωση που σχηματίζεται μεταξύ κερκίδας και τρίγωνου χόνδρου, αφ ἐνός, και σκαφοειδούς, μηνοειδούς και πυραμοειδούς οστού τού καρπού, αφ ετέρου, άρθρωση στην οποία εκτελούνται κινήσεις… … Dictionary of Greek
πόδι — Στον άνθρωπο, είναι το κατώτερο μέρος του κάτω άκρου το οποίο αποτελείται από ένα σκελετό 26 οστών, που ενώνονται μεταξύ τους με μια σειρά αρθρώσεων, από τις οποίες οι σπουδαιότερες από λειτουργική άποψη είναι η αστραγαλοπτερνική άρθρωση, μεταξύ… … Dictionary of Greek
σκαφοειδίτιδα — η, Ν ιατρ. άσηπτη οστεονέκρωση τού σκαφοειδούς οστού τού ταρσού, η οποία εμφανίζεται σε αγόρια 5 έως 15 ετών και εκδηλώνεται με επώδυνη διόγκωση τής ραχιαίας επιφάνειας τού άκρου ποδιού, αλλ. νόσος τού Κέλερ. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκαφοειδής + κατάλ.… … Dictionary of Greek